ζωύφιο

ζωύφιο
το
1. μικρό ζώο, κυρίως παράσιτο (ψύλλος, ψείρα κτλ.).
2. μτφ., άνθρωπος εντελώς ασήμαντος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωύφιο — το (Α ζῳΰφιον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο νεοελλ. 1. έντομο, ζούδι 2. παράσιτο που ζει στο σώμα τού ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ. αρχ. ζωόφυτο*, ζώο μαζί και φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + υποκορ. κατάλ. ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ ύφιον,… …   Dictionary of Greek

  • ζούζουλο — το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, ζούδι 2. δαιμόνιο, στοιχειό, φάντασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zuzel «κάνθαρος» ή < μσν. ζωΰλλιον «ζωύφιο». Υπάρχει και η άποψη ότι πρόκειται περί μεταπλασμένης μορφής τού τ. ζουζούνι (ζουζούνι > ζού ζουνο >… …   Dictionary of Greek

  • έχνος — ἔχνος, τὸ (Μ) κάθε ζώο ή ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού κρητικού ιδιώματος < έθνος (πρβλ. πάθνη > παχνί)] …   Dictionary of Greek

  • εγγίγνομαι — ἐγγίγνομαι (Α) 1. γεννιέμαι, υπάρχω σε κάτι 2. (για παράσιτο ζωύφιο) αναπτύσσομαι στο δέρμα 3. (για πράγματα, ιδιότητες κ.λπ.) είμαι έμφυτος 4. (για γεγονότα) γίνομαι, συμβαίνω 5. (για συνομιλία) παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ 6. απρόσ. επιτρέπεται,… …   Dictionary of Greek

  • ζούδι — και ζούδιο, το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι 2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος 3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα 4. σκιάχτρο, φόβητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον* (< ζω ίδιον), είναι… …   Dictionary of Greek

  • ζούμπερο — το 1. έντομο, ζωύφιο 2. μτφ. α) καχεκτικός και άσχημος άνθρωπος β) στοιχειό, αερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zonbrŭ] …   Dictionary of Greek

  • ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • κνωδάλιον — κνωδάλιον, τὸ (Α) ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαλον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αμφόρ ιον, φιάλ ιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”